διορθωτής

διορθωτής
ο (AM διορθωτής) [διορθώ]
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διορθωτής — a corrector masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτής — ο θηλ. τρια αυτός που διορθώνει κάτι και κυρίως αυτός που έχει ως επάγγελμα τη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορθωταί — διορθωτής a corrector masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτοῦ — διορθωτής a corrector masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτῇ — διορθωτής a corrector masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτήν — διορθωτής a corrector masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτῶν — διορθωτής a corrector masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • διορθωτά — διορθωτά̱ , διορθωτής a corrector masc nom/voc/acc dual διορθωτής a corrector masc voc sg διορθωτής a corrector masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον — (James Gordon Bennett, Κέιθ, Σκοτία 1795 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, σκοτσέζικης καταγωγής. Νεότατος και πάμπτωχος, αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1819, αναζητώντας εργασία και τύχη και εργάστηκε διαδοχικά ως κλητήρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”