διορθωτής — a corrector masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτής — ο θηλ. τρια αυτός που διορθώνει κάτι και κυρίως αυτός που έχει ως επάγγελμα τη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διορθωταί — διορθωτής a corrector masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτοῦ — διορθωτής a corrector masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτῇ — διορθωτής a corrector masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτήν — διορθωτής a corrector masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτῶν — διορθωτής a corrector masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
διορθωτά — διορθωτά̱ , διορθωτής a corrector masc nom/voc/acc dual διορθωτής a corrector masc voc sg διορθωτής a corrector masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον — (James Gordon Bennett, Κέιθ, Σκοτία 1795 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, σκοτσέζικης καταγωγής. Νεότατος και πάμπτωχος, αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1819, αναζητώντας εργασία και τύχη και εργάστηκε διαδοχικά ως κλητήρας… … Dictionary of Greek